- ολοφάνερα
- (επίρρ. τροπ.), ολότελα φανερά: Με βρίσανε ολοφάνερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Νεότουρκοι — Εθνικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα των Οθωμανών, το οποίο φιλοδοξούσε να μετεμφυτεύσει στην Τουρκία τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Η κίνηση ξεκίνησε από την εποχή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789 1807),… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αμφαδόν — ἀμφαδὸν και ἀμφανδὸν και ἀμφάδην και ἀμφαδίην επίρρ. (Α) δημόσια, ανοιχτά, φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρμ. τύποι που σχηματίστηκαν από τα θέματα φᾰ και φαν τού ρ. φαίνω. Ο τ. ἀμφαδὸν < ἀναφαδὸν < ἀνά + θ. φᾰ , φαίνω + δόν. Ο τ. ἀμφανδὸν… … Dictionary of Greek
ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… … Dictionary of Greek
αρίδηλος — ἀρίδηλος, ον (Α) 1. φανερός, ορατός από παντού ή από μακριά 2. σαφής, ολοφάνερος, ξεκάθαρος 3. περιφανής, θαυμαστός αρχ. μσν. επίρρ. ἀριδήλως ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + δήλος «φανερός, ορατός»] … Dictionary of Greek
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
δηλαυγώς — δηλαυγῶς επίρρ. (Α) ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος «φανερός» + αυγή] … Dictionary of Greek